κατορθόω

From LSJ
Revision as of 19:37, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορθόω Medium diacritics: κατορθόω Low diacritics: κατορθόω Capitals: ΚΑΤΟΡΘΟΩ
Transliteration A: katorthóō Transliteration B: katorthoō Transliteration C: katorthoo Beta Code: katorqo/w

English (LSJ)

   A set upright, erect, δέμας E.Hipp.1445, Andr.1080; set straight a fractured or dislocated bone, Hp.Fract.16, al. (Med., have it set straight, 8, al.); κ. τὰ κηρία, of bees, Arist.HA625b19.    2 metaph., keep straight, set right, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι . . κατώρθωσαν βροτούς S.El.416; κατορθοῦντος φρένα Id.OC1487; κ. τοὺς ἀγωνιζομένους make them prosper, D.18.290.    b accomplish successfully, bring to a successful issue, τὸν ἀγῶνα Lys.18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα Pl.Men.99c; εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν D.21.106; ὁδόν Id.24.7; μηδὲν ἁμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν καὶ πάντα κ. Epigr.ib.18.289; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Pl.Tht.203b, cf. E.Hel.1067; τὰς ἐπιβολάς Plb. 10.2.5, etc.:—Pass., succeed, prosper, Hdt.1.120, E.Hipp.680, Arist.EN1106b26; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί thou hast rightly purposed, A. Ch.512; κατωρθωμένος, of works of art, successful, Str.9.1.17, al.; τὰ μάλισθ' ὑπὸ τῶν τεχνικωτάτων -ούμενα Phld.Vit.p.33 J.; ὅσα κατώρθωται αὐτῶν the most perfect examples, Plot.5.8.2: Gramm., βαρυνόμενον τὸ ἔστε κατώρθωται is correctly accented, A.D. Synt.263.14.    II intr. as in Pass., go on prosperously, succeed, opp. πταίειν, Th.6.12, cf. D.11.11, Men.Epit.339; opp. ἡττᾶσθαι, ἔν τινι Isoc.4.124; opp. ἀτυχεῖν, ib.48; opp. ἁμαρτάνειν, Arist.EN1106b31, Chrysipp.Stoic.2.295; κ. τῷ σώματι Pl.Lg.654c; of success in war, X.Mem.3.1.3; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, Plb.2.70.6, 3.48.2; περί τινας τῶν πράξεων Isoc.7.11; τὸ κατορθοῦν success, D.2.20.    III Med. in sense of Act. 1.2 b, τῇ πόλει κατορθωσάμενος ἀγαθά IPE12.34.28 (Olbia, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1404] aufrichten, gerade machen; κατόρθωσον δέμας Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Ggstz von σφάλλω, τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρθωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλθεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; ὅταν κατορθῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Ggstz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφθαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορθώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορθοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορθοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρθωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. Hipp. 680; κατορθούμενα im Ggstz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιθυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορθοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ καλῶς κατορθουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; ξόανον κατωρθωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396.