κινναβάριον
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
τό, name of an
A eye-salve, Gal.12.786.
Greek Monolingual
κινναβάριον, το (Α) κιννάβαρι
ονομασία αλοιφής για τα μάτια.