κορυφών
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = foreg., Gloss.
Greek Monolingual
κορυφών, -ῶνος, ὁ (Α)
η κορύφωση, η συγκεφαλαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κορυφή.