κοχλοειδής

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχλοειδής Medium diacritics: κοχλοειδής Low diacritics: κοχλοειδής Capitals: ΚΟΧΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kochloeidḗs Transliteration B: kochloeidēs Transliteration C: kochloeidis Beta Code: koxloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A = κοχλιοειδής, γραμμή conchoid, Papp.244, etc.

Greek Monolingual

κοχλοειδής, -ές (AM)
κοχλιοειδής.
επίρρ...
κοχλοειδῶς (Α)
σαν το όστρακο του κοχλία, σπειροειδώς, κοχλιοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -ειδής (< εἶδος)].