κρηπιδουργός
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., Din.Fr.89.20.
Greek Monolingual
κρηπιδουργός, ὁ (Α)
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχαν-ουργός, σιδηρ-ουργός].