κρηπιδουργός
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = κρηπιδοποιός (boot-maker), Din. Fr. 89.20.
Greek Monolingual
κρηπιδουργός, ὁ (Α)
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μηχανουργός, σιδηρουργός].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, = κρηπιδοποιός; Dinarch. bei Poll. 7.183.