λευκαθέω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A = λευκαθίζω, perh. to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων . . λευκὰ θεόντων codd.).
Greek Monolingual
λευκαθέω (Α)
(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί του τ. λευκαθόντων του αμάρτυρου λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].