λιγάνταρ
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
εἶδος τέττιγος (Lacon.), Hsch. λιγγούριον,
A v. λυγκούριον.
Greek (Liddell-Scott)
λιγάνταρ: «εἶδος τέτιγγος. Λάκωνες» Ἡσύχ.