μαιόομαι

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιόομαι Medium diacritics: μαιόομαι Low diacritics: μαιόομαι Capitals: ΜΑΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: maióomai Transliteration B: maioomai Transliteration C: maioomai Beta Code: maio/omai

English (LSJ)

   A = μαιεύομαι,    1 of a midwife, deliver a woman, Call. Jov.35, Luc.DDeor.16.2, cf. Plu.2.999c; ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ' ἔτικτε AP9.80 (Leon.); ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι IG 14.967; of Hephaestus at the birth of Athena, Corn.ND19: abs., practise midwifery, Sor.1.80: in pass. sense, ὑφ' ἧς μαιωθεῖσα Apollod. 1.4.1.    2 of the mother, to be delivered of, ἣν . . οὐ μαιώσατο μήτηρ Coluth.181, cf. Nonn.D.4.437, etc.    II of a nurse, suckle, μαζῷ τινα ib.8.186.    III Act. only late, of dawn bringing forth day, Jo.Gaz.1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μαιόομαι: μέλλ. -ώσομαι, ἀποθ., -μαιεύομαι, 1) ἐπὶ μαίας, ἐλευθερώνω γυναῖκα, βοηθῶ αὐτὴν νὰ γεννήσῃ, Καλλ. εἰς Δία 35, Πλούτ. 2. 999C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὑμέας ἀφροσύνη μαιώσατο, τόλμα δ’ ἔτικτε Ἀνθ. Π. 9. 80· ἐμαιώσαντο νέον τόκον Εἰλείθυιαι Συλλ. Ἐπιγρ. 5974Β. 4· - ἐπὶ παθητ. σημασ., ὑφ’ ἧς μαιωθεῖσα Ἀπολλόδ. 1. 4, 1. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, «ἐλευθεροῦμαι», γεννῶ, ἣν... οὐ μαιώσατο μήτηρ Κόλουθ. 180, πρβλ. Νόνν. Δ. 4. 437, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τροφοῦ, «βυζαίνω», θυλάζω, μαζῷ τινα Νόνν. Δ. 8. 186.