μακρημερία
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A the season of long days (in summer), Hdt. 4.86.
Greek (Liddell-Scott)
μακρημερία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν αἱ ἡμέραι εἶναι μακραί, Ἡρόδ. 4. 86.