εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Full diacritics: μακροπόρευτος | Medium diacritics: μακροπόρευτος | Low diacritics: μακροπόρευτος | Capitals: ΜΑΚΡΟΠΟΡΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: makropóreutos | Transliteration B: makroporeutos | Transliteration C: makroporeftos | Beta Code: makropo/reutos |
ον,
A far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).
μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].