τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: μαραντικός | Medium diacritics: μαραντικός | Low diacritics: μαραντικός | Capitals: ΜΑΡΑΝΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: marantikós | Transliteration B: marantikos | Transliteration C: marantikos | Beta Code: marantiko/s |
ή, όν,
A wasting away, πόθος Sch.rec.A. Pers.59. II withered, γέρων Phryn.PSp.57 B.
μᾰραντικός: -ή, -όν, ὁ μαραίνων, πόθος Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 59. II. μεμαραμμένος, κατάξηρος, κατεσκληκώς, γέρων Α. Β. 32.