μάρμαρος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ὁ, a
A crystalline rock, which sparkles (μαρμαίρει) in the light, μάρμαρος ὀκριόεις Il.12.380, Od.9.499, cf. E.Ph.663 (lyr.), Ar. Ach.1172 (lyr.): as Adj., πέτρος μ. ὀκριόεις Il.16.735, cf. E.Ph.1401, etc. II later, marble, μάρμαρον ἢ λίθον λευκήν Hp.Mul.2.185, cf. Thphr.Lap.9: also fem., μαρμάρου . . τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Str. 9.1.23; μ. λίθος Id.14.1.35: hence, 2 work in marble, i.e. tombstone, τυκτὴ μ. Theoc.22.211. 3 chips made by cutting marble (masc.), Plu.2.660c, 954a, Dsc.5.79.
German (Pape)
[Seite 96] ὁ (von μαρμαίρω, also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch λευκός erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar μάρμαρος αἴγλη. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; λατόμιον μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.