μεγαλοπρεπής
English (LSJ)
ές,
A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc. 2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc. 3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib.1423b12. II Adv. -πέως, Att. -πῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. -έστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. -έστατα Hdt.7.57.
German (Pape)
[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.