μίμαρκυς
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A hare-soup or jugged hare, with the blood of the animal in it, Ar.Ach.1112, Pherecr.221, Diph.1.
Greek (Liddell-Scott)
μίμαρκυς: [ῐ], ἡ, «κοιλία καὶ ἔντερα τοῦ ἱερείου μεθ’ αἵματος σκευαζόμενα, μάλιστα δὲ ἐπὶ λαγῶν, ὁτὲ δὲ καὶ ἐπὶ ὑός. ὁ δὲ Φερεκράτης παίζων καὶ ἐπὶ ὄνου φησὶ» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1112, Δίφιλ. ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1 (Ἀθήν. 401Α). (Λέξις ξενική: ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ὡσαύτως μίμαρκις).