μυξωτῆρες
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
οἱ,
A nostrils, Hdt.2.86, Dsc.1.54, S.E.P.1.127: rare in sg., Hp.Morb.2.19 (s. v.l.), Dsc.Eup.1.7, Antyll. ap. Orib.8.13.4.
Greek (Liddell-Scott)
μυξωτῆρες: οἱ, οἱ μυκτῆρες, οἱ ῥώθωνες, Λατ. nares, Ἡρόδ. 2. 86, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 127· σπάνιον ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἱππ. 468. 8· - μυξητήρ, παρὰ Γαληνῷ.