νίτρωμα
From LSJ
Full diacritics: νίτρωμα | Medium diacritics: νίτρωμα | Low diacritics: νίτρωμα | Capitals: ΝΙΤΡΩΜΑ |
Transliteration A: nítrōma | Transliteration B: nitrōma | Transliteration C: nitroma | Beta Code: ni/trwma |
ατος, τό,
A lye, PHolm.3.22, Hsch.s.v. χαλέρυπον. 2 scurf, dandruff, Gloss.
νίτρωμα: τό, τὸ ἀπόπλυμα ῥύπου, Γλωσσ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «χαλέρυπον τὸ ῥύμ(μ)α τὸ ἀπὸ τοῦ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι».