νοσοποιέω
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
A cause sickness, Hp.Acut.35, Arist.Pr.865b25, Alex.Aphr.in Top.4.27, f.l. in Plu.2.918d. 2 ν. [τινά] infect one with a disease, Ceb. 19; ν. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων D.S.12.12:—Pass., Herophil. ap. Sor. 2.3.
Greek (Liddell-Scott)
νοσοποιέω: προξενῶ νόσον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Προβλ. 1. 52, 2, Πλούτ. 2) ν. τινα, μολύνω τινὰ διὰ νόσου, μεταδίδω νόσον εἴς τινα, Κέβης 19· νοσ. τὰς ψυχὰς τῶν ἀρίστων Διόδ. 12. 12.