νυγματικός

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμᾰτικός Medium diacritics: νυγματικός Low diacritics: νυγματικός Capitals: ΝΥΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nygmatikós Transliteration B: nygmatikos Transliteration C: nygmatikos Beta Code: nugmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.