νυκτίρεμβος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐρεμβος Medium diacritics: νυκτίρεμβος Low diacritics: νυκτίρεμβος Capitals: ΝΥΚΤΙΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: nyktírembos Transliteration B: nyktirembos Transliteration C: nyktiremvos Beta Code: nukti/rembos

English (LSJ)

ον,

   A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11 : wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.

Greek Monolingual

νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].