νωχελής

From LSJ
Revision as of 19:21, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωχελής Medium diacritics: νωχελής Low diacritics: νωχελής Capitals: ΝΩΧΕΛΗΣ
Transliteration A: nōchelḗs Transliteration B: nōchelēs Transliteration C: nochelis Beta Code: nwxelh/s

English (LSJ)

ές,

   A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19 ; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11 ; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.) ; ν. βάρος Nic.Th.162 ; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391 ; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα).    II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).

German (Pape)

[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.