οἰκοδέκτωρ
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ορος, ὁ, Astrol.,
A a planet in whose domicile another planet happens to be, Vett.Val.186.15, Paul.Al.F.2, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).206, PMich. in Class.Phil.22.13.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέκτωρ: -ορος, ὁ, λέξις ἀστρολογική, σημαίνουσα οἰκοδεσπότην, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Ἀλεξανδρ., πρβλ. οἰκοδέγμων.