ὀκνέω
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
Ep. ὀκνείω Il.5.255 : impf.
A ὤκνεον 20.155 : fut. -ήσω Isoc.6.72 : aor. ὤκνησα D.18.103, etc. : (ὄκνος) :—shrink from doing, scruple, hesitate to do a thing, c. inf., ὀκνείω ἵππων ἐπιβαινέμεν Il.5.255 ; ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον 20.155.—In Att. mostly with collat. sense of the feeling which causes the hesitation, and so, 1 of shame or fear (in a moral sense), ὀκνῶ προδότης καλεῖσθαι I shrink from being called, fear to be called, S.Ph.93, cf. Th.5.61, Lys.Fr. 23 ; οἷα ἐγὼ ὀκνῶ πρὸς ὑμᾶς ὀνομάσαι shrink from naming, hesitate to name, D.2.19, cf. Pl.Grg.462e ; τοσαῦθ' ὅσ' ὀκνήσαιμ' ἂν . . εἰπεῖν D.18.103, cf. 24.7, etc. 2 of pity, σὰς ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας A.Pr.628, cf.S. El.1271. 3 most commonly of cowardice or indolence, μεμηνότ' ἄνδρα . . ὀκνεῖς ἰδεῖν Id.Aj.81, cf. Th.1.120, etc.—The Homeric constr. c. inf. continued most common (v. supr.): rarely c. acc., πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ; S.OT976 ; ὃν μήτ' ὀκνεῖτε Id.OC731, cf. X.Cyr.2.2.21 ; ἂν ὀκνῇς τὸ μανθάνειν Philem.213.1 ; also ὀ. περί τινος X.Cyr.4.5.20 ; ὀ. μή . . Pl.Phdr.257c, X.An.2.3.9, D.1.18. II freq. also abs., shrink, hesitate, hang back, Hdt.7.50, S.El.22,320, Antipho Soph.55, Luc.Prom.18, etc. ; of soldiers, Arist.Pol.1297b11.
German (Pape)
[Seite 316] zaudern, zögern, Bedenken tragen; c. inf., ἀρχέμεναι πολέμοιο ὤκνεον ἀμφότεροι, Il. 20, 155 (vgl. d. Vorige); σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, Aesch. Prom. 631; ἵν' οὐκέτ' ὀκνεῖν καιρός, Soph. El. 22; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, mußt du nicht Bedenken tragen, Phil. 111, vgl. El. 1263; auch = sich scheuen, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῦδ' ἐπιψαύειν ἐᾶν, Ai. 1373, καὶ πῶς τὸ μητρὸς λέκτρον οὐκ ὀκνεῖν με δεῖ, O. R. 976; οὐκ ὀκνήσουσι θανεῖν, Eur. Phoen. 1008 u. öfter; u. in Prosa, Her. 7, 50, Thuc. 1, 120; ὀκνεῖς ἀποκρίνασθαι, Plat. Gorg. 515 b, u. öfter; ἐγὼ τἀληθῆ λέγειν οὔτε ὀκνήσω οὔτε αἰσχυνοῦμαι, Ep. II, 310 d; ὤκνει ἀνοίγειν τὰς πύλας, Xen. Hell. 3, 1, 22; An. 1, 3, 17 u. öfter, wie bei Folgdn; μηδὲν ὀκνήσας, sogleich, Luc. Prom. 18; neben μέλλειν Hdn. 6, 3, 12, neben ὑπείκειν ib. 13; – auch wie die Verba des Fürchtens mit μή construirt, ὥςτε ὀκνῶ, μή μοι ὁ Λυσίας ταπεινὸς φανῇ, Plat. Phaedr. 257 c; ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι μὴ ἀποδόξῃ ἡμῖν, Xen. An. 2, 3, 9, wie 2, 4, 22; Dem. 1, 17 u. A.; – auch περί τινος, für Einen besorgt sein, Xen. Cyr. 4, 5, 20; – c. acc., οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν, 2, 2, 21, vgl. 6, 1, 17; τὸ μέλλον, 7, 1, 25; οὐδένα κίνδυνον, Dem. 18, 197; – οὐκ ὀκνητέον, Pol. 1, 14, 7.