ὀκταπάλαιστος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταπάλαιστος Medium diacritics: ὀκταπάλαιστος Low diacritics: οκταπάλαιστος Capitals: ΟΚΤΑΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: oktapálaistos Transliteration B: oktapalaistos Transliteration C: oktapalaistos Beta Code: o)ktapa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A eight palms wide or long, ἀσπίς Ael.Tact.12 : so ὀκτωπάλαιστος, Ascl.Tact.5.1.

Greek Monolingual

ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β' συνθετικό η λ. παλαστή «παλάμη» (πρβλ. επτά-πάλαιστος)].