ὀρφανίζω
φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
English (LSJ)
A make orphan, make destitute, πρὸς παίδων, οὓς ὀρφανιεῖς E.Alc.276 (anap.); ἀμὸν βίον ὠρφάνισσε (prob. cj., -ισε codd.) ib.397: c. gen., rob, bereave of a thing, τινὰ ὕπνου, ζωᾶς, Theoc.Ep.5.6, AP7.483 ; βιότου IG12(8).441.8 (Thasos); ὀ. κακὰν γλῶσσαν ὀπός rob Slander of her voice, Pi.P. 4.283:—Pass., to be bereaved, τῶν φίλων Gorg.Hel.7 ; ἐκ δυοῖν . . ὠρφανισμένος βίον (βίου codd.) S.Tr.942 : abs., to be left in orphanhood, Pi. P.6.22. II sweep away, Ἅιδης . . ἐλπίδας ὠρφάνισεν Epigr.Gr.233.10 (Chios).
German (Pape)
[Seite 388] verwaisen, zur Waise machen, ὁθοὔνεκ' ἐκ δυοῖν ἔσοιθ' ὠρφανισμένος βίου, des Vaters u. der Mutter, Soph. Trach. 938; Πηλείδης ὀρφανιζόμενος, der von den Eltern entfernt ist, Pind. P. 6, 22; übh. berauben, τινά τινος, z. B. γλῶσσαν ὀπός, 4, 283; Eur. Alc. 398.