πανηγυράζω
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
A celebrate a πανήγυρις, SIG344.3 (Teos, iv B. C.).
Greek Monolingual
και πανηγυριάζω Α
(δ. γρφ.) βλ. πανηγυρίζω.