ἀναποδισμός
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὁ,
A going back, εἰς μονάδα, opp. προποδισμὸς ἀπὸ μονάδος, Moderat. ap. Stob.1 Coroll.8; of the retrograde motion of planets, Vett.Val.226.1, Nicom.Ar.1.5; in pl., opp. προποδισμοί, Alex.Aphr.in Metaph.440.7; generally, reversal of planet's motion, Theo Sm.p.148H. II calling back, recall, LXX Wi.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποδισμός: ὁ, ἡ ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ἀναποδισμὸς εἰς μονάδα, ἀντιθέτως πρὸς τὸ προποδισμός… ἀπὸ μονάδος, Μοδερᾶτος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 18. ΙΙ. ἀνάκλησις, Ἑβδ.