βεβλήαται

From LSJ
Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.