δρύινος

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

English (Autenrieth)

(δρῦς): oaken, Od. 21.43†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δρύϊνος, -ον)
ο φτιαγμένος από βαλανιδιά
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος
1. μικρό υμενόπτερο έντομο
2. ανιοβόλο φίδι της νοτιοανατολικής Ασίας
φρ. «δρύϊνον πῡρ» — φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς.