διέσσυτο
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
v. sub διασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διέσσῠτο: ἴδε ἐν λ. διασεύω.
French (Bailly abrégé)
v. διασεύομαι.
English (Autenrieth)
see διασεύομαι.
Greek Monotonic
διέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του διασεύομαι.