ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
2ᵉ sg. impér. prés. ion. de πέλω.
see πέλω.
πέλευ: ион. imper. к πέλω.