γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(μένω): always ἐμμενὲς αἰεί, continually ever.
ἐμμενές: (преимущ. ἐ. ἀεί Hom.) adv. постоянно, неустанно Hom.