ἤσκειν

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek (Liddell-Scott)

ἤσκειν: ἀντὶ ἤσκεεν, γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ ἀσκέω, Ἰλ. Γ. 388.

French (Bailly abrégé)

p. ἤσκεεν;
3ᵉ sg. impf. épq. de ἀσκέω.

English (Autenrieth)

see ἀσκέω.

Greek Monotonic

ἤσκειν: αντί ἤσκεεν, γʹ ενικ. παρατ. του ἀσκέω.