παραείδω

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

   A sing beside or to one, τινι Od.22.348.

German (Pape)

[Seite 478] dabei singen, Einem vorsingen, τινί, Od. 22, 348.

Greek (Liddell-Scott)

παραείδω: ᾄδω παρά τινι ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε Θεῷ Ὀδ. Χ. 348.

French (Bailly abrégé)

chanter auprès de, accompagner en chantant, τινι.
Étymologie: παρά, ἀείδω.

English (Autenrieth)

sing beside or before; τινί, Od. 22.348†.

Greek Monolingual

και παρᾴδω Α
1. τραγουδώ μπροστά ή κοντά σε κάποιον
2. (στον τ. παρᾴδω) κάνω παραφωνία, είμαι φάλτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].