παραφωνία
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, harmony. Bacch.Harm.61.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, Nebenton, der mitklingende Ton, wie die Octave, s. Böckh comm. de metr. Pind. p. 254. – Mißton (?).
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ παράφωνος
νεοελλ.
1. μουσ. φθόγγος που ηχεί παρά τους κανόνες του ρυθμού και της αρμονίας, παρατονία, δυσαρμονία, φάλτσο
2. μτφ. διαφωνία, ασυμφωνία, δυσάρεστη αντίθεση
αρχ.
μουσ. η συνήχηση τών φθόγγων, η αρμονία, καθώς και η μελωδική διαδοχή γειτονικών διαστημάτων, όπως της τετάρτης και της πέμπτης.