Κύκλωπες
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (Slater)
Κύκλωπες one eyed giants, who built the walls of Tiryns and Mykenai. Κυ] κλώπων Δ. 1. 6. dub. test., [τοὺς Κύκλωπάς φησι Πίν] δαρος δε [θῆναι ὑ] πὸ Διὸς φο [βηθέντος] μή τινί πο [τε θεῶν] ὅπλα κατ [ασκευάσωσι] (supp. Gomperz, Bergk, Philippson) fr. 266.
English (Slater)
Κύκλωπες one eyed giants, who built the walls of Tiryns and Mykenai. Κυ] κλώπων Δ. 1. 6. dub. test., [τοὺς Κύκλωπάς φησι Πίν] δαρος δε [θῆναι ὑ] πὸ Διὸς φο [βηθέντος] μή τινί πο [τε θεῶν] ὅπλα κατ [ασκευάσωσι] (supp. Gomperz, Bergk, Philippson) fr. 266.