κρυφός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A = κρυφιότης, Emp.27.3 (dub.); κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over... Pi.O.2.97 (κρύφιον codd.). II lurking-place, LXX 1 Ma.2.36, 1.53. (On the accent v. Hdn.Gr.1.225.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nuage LSJ.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφός ?
1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)
English (Slater)
κρῠφός ?
1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)