συνοικιστήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
cofondateur d’une colonie.
Étymologie: συνοικίζω.