Στυμφάλιος
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
French (Bailly abrégé)
α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλιος
1 of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)