λᾴα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
A = λεία (booty), Pi.O.10(11).44 (λαΐα codd. vett.), IG7.37 (Megara), cf. Hsch. s.v. λαιάν.
English (Slater)
λᾱα
1 booty ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος (Ahrens: λαίαν codd.: sc. Ἡρακλέης) (O. 10.44), cf. Lobel on P. Oxy. 2636. 7.