μομφά

From LSJ
Revision as of 14:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

English (Slater)

μομφά
   1 censure αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (ὄνειδος τοῖς Ἕλλησι περιεποίησε aut οὐκ ὀλίγην μέμψιν ἔχει ἐν τοῖς Ἕλλησι. Σ: “er machte ihnen einen Vorwurf, bzw., er ist ihnen ein Vorwurf,” Bischoff, Gnomen, 25̆{39}, cf. fr. 359.) (I. 4.36)