μομφά
From LSJ
English (Slater)
μομφά censure αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (ὄνειδος τοῖς Ἕλλησι περιεποίησε aut οὐκ ὀλίγην μέμψιν ἔχει ἐν τοῖς Ἕλλησι. Σ: “er machte ihnen einen Vorwurf, bzw., er ist ihnen ein Vorwurf,” Bischoff, Gnomen, 25̆{39}, cf. fr. 359.) (I. 4.36)
Russian (Dvoretsky)
μομφά: ἡ дор. = μομφή.