ἀμπέλινος

Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον, also η, ον, = foreg.,

   A καρπός Hdt.1.212; οἶνος ἀ. grape-wine, opp. οἶνος κρίθινος, etc., Id.2.37,60; φύλλα Arist.PA668a23; ἀ. βακτηρία vine-stick, Plb.29.27.5.    II metaph., γραῦς ἀμπελίνη anus vinosa, AP7.384 (Marc.Arg.).

German (Pape)

[Seite 128] auch 2, dasselbe, Her., καρπός 1, 212; οἶνος 2, 37, Traubenwein; φύλλα, Weinblätter, Arist. anim. 3; βακτηρία, Stock aus einer Weinrebe, Pol. 29, 11, 5; κλῆμα, Weinranke, Plut. Caes. 9. – Aber γραῦς ἀμπελίνη, eine versoffene Alte, Marc. Arg. 30 (VII, 384).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπέλινος: -ον, ὡσαύτως η, ον, = ἀμπέλειος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἄμπελον, καρπὸς Ἡρόδ. 1. 212· οἶνος ἀμπ. = οἶνος ἐκ σταφυλῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ οἶνος κρίθινος κτλ., ὁ αὐτ. 2. 37, 60· φύλλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 5, 10· ἀμπ. βακτήρια, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Λατ. vitis, Πολύβ. 29. 11, 5. ΙΙ. μεταφ., γραῦς ἀμπελίνη, anus vinosa, μεθυσμένον γραΐδιον, Ἀνθ. Π. 7. 384.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vigne, de raisin.
Étymologie: ἄμπελος.

English (Slater)

ἀμπέλῐνος
   1 of the vine ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. by the effects of wine fr. 124. 11.

English (Slater)

ἀμπέλῐνος
   1 of the vine ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. by the effects of wine fr. 124. 11.