ἀρηΐφιλος
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
German (Pape)
[Seite 349] dem Ares lieb, bei Hom. Menelaos Iliad. 3, 21. 52. 69. 90. 136. 206. 232. 253. 307. 430. 432. 452. 457. 4. 13. 150. 11, 463. 17, 1. 11. 138 Od. 15, 169, Meleager Iliad. 9, 550, Lykomedes 17, 346; ἀρχὸν ἀρηίφιλον ποθέοντες, den Achill, 2, 778; ἀρηιφίλων ὑπ' Ἀχαιῶν Versende Iliad. 6, 73. 16, 303. 17, 319. 336; – auch Sp., wie Tryphiod. 653.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηΐφῐλος: [ᾰ], η, όν, ἀγαπητὸς εἰς τὸν Ἄρην, εὐνοούμενος ὑπὸ τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, συνηθέστ. ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν Ἰλ. Β. 778, πρβλ. Ἡσ. Θ. 317, Πινδ. 1. 7 (8). 53, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντος, Τρυφ. 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cher à Arès, protégé par Arès.
Étymologie: Ἄρης, φίλος.
English (Slater)
ᾰρηῐφῐλος
1 warloving ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25) ]ἀρηίφιλον[ Πα. 22g. 3.
English (Slater)
ᾰρηῐφῐλος
1 warloving ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25) ]ἀρηίφιλον[ Πα. 22g. 3.