ἀκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίνδῡνος Medium diacritics: ἀκίνδυνος Low diacritics: ακίνδυνος Capitals: ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: akíndynos Transliteration B: akindynos Transliteration C: akindynos Beta Code: a)ki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A free from danger, σιγᾶς ἀ. γέρας Simon.66; βίος Id.36, cf. E.IA17, Th.1.124; πυρετοί Hp.Aph.7.63; ἀρεταὶ ἀ. virtues that court no danger, i.e. cheap, easy virtues, Pi.O.6.9, cf. Th.3.40; ἀ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα Hyp. Lyc.8: c. gen., guaranteed against risk, ἀ. παντὸς κινδύνου IG12(7).67 (Amorgos), PTeb.105.18 (ii B. C.).    II Adv. -νως E.Rh. 588, Antipho 2.4.7, etc.; ἡ ἀ. δουλεία Th.6.80; τὸ ἀ. ἀπελθεῖν αὐτούς their departure without danger to us, Id.7.68: Comp. ἀκινδυνότερον with less danger, Pl.Phd.85d: Sup. ἀκινδυνότατα, ζῆν X.Mem.2.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίνδῡνος: -ον, ἄνευ κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. γέρας, ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. δουλεία, Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ ἄνευ κινδύνου εἰς ἡμᾶς ἀναχώρησις αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non dangereux, sans péril ; ἐν ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.
Étymologie: ἀ, κίνδυνος.