ἰόπλοκος

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπλοκος Medium diacritics: ἰόπλοκος Low diacritics: ιόπλοκος Capitals: ΙΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: ióplokos Transliteration B: ioplokos Transliteration C: ioplokos Beta Code: i)o/plokos

English (LSJ)

ον, = foreg., Alc.55; κόρα, Νηρήιδες, B.8.72, 16.37;

   A Μοῖσαι Lyr.Adesp.53; of Apollo, AP9.524.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπλοκος: -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἴσως = τῷ ἰοπλόκαμος, ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ λέξις αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ ἰόπεπλος˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος».