Βοιώτιος

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Béotie, Béotien ; en mauv. part lourdaud, béotien.
Étymologie: Βοιωτός.

English (Autenrieth)

Boeotian; subst. Βοιωτοί, Boeotians.

English (Slater)

Βοιώτιος
   1 Boeotian ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (O. 6.90) ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf. Σ. (O. 6.152), ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: -ιοι byz.) (O. 7.85)