ἐπόπτας

From LSJ
Revision as of 20:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

English (Slater)

ἐπόπτας
   1 one who watches over ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (Leto, Apollo, Artemis) (N. 9.5)

Russian (Dvoretsky)

ἐπόπτας: дор. Pind. = ἐπόπτης.