εὔιππος
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
Ep. ἐΰιππος, ον, of persons,
A delighting in horses, h.Ap. 210, Hes.Cat.Oxy.1358.21, Pi.O.3.39: Sup., X.HG4.2.5, etc. 2 of places, famed for horses, Pl.P.4.2, S.OC668 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1073] mit guten Rossen, H. h. Apoll. 210; Τυνδαρίδαι, Ἀμαζόνες, wohlberitten, Pind. Ol. 3, 41. 8, 47 u. öfter; Κυράνα, gute Pferde habend, P. 4, 2; Tragg. öfter, δῶρον εὔιππον, Geschenk guter Pferde, Soph. O. C. 715; auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5, 5, im superl.
Greek (Liddell-Scott)
εὔιππος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ἔχων καλοὺς ἵππους, ἡδόμενος ἐπὶ καλοῖς ἵπποις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 210, Πινδ. Ο. 3. 70· Ὑπερθ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, κτλ. 2) ἐπὶ τόπου, περίφημος διὰ τοὺς καλοὺς ἵππους αὐτοῦ, Πινδ. Π. 4. 2, Σοφ. Ο. Κ. 668· πρβλ. εὔπωλος.
English (Slater)
εὔιππος, -ον
1 with splendid horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)
Greek Monolingual
εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)
2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).