διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
μορφᾱεις handsome σθένει τ' ἔκπαγλος, ἰδεῖν τε μορφάεις (Ceporinus: μορφάες(ς)' codd.) (I. 7.22)